καπελώνω

καπελώνω
καπέλωσα, καπελώθηκα, καπελωμένος
1. σκεπάζω το κεφάλι κάποιου με καπέλο.
2. επιβαρύνω παράνομα την αξία ενός εμπορεύματος, μιας υπηρεσίας κτλ.
3. εξαπατώ, επιβάλλω τις αντιλήψεις μου πάνω σε άλλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καπελώνω — καπελώνω, καπέλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καπελώνω — [καπέλο] 1. καλύπτω το κεφάλι κάποιου με καπέλο 2. χτυπώ στο κεφάλι κάποιον που φορά καπέλο 3. αποσιωπώ, αποκρύπτω 4. επιβάλλω τη γνώμη μου 5. κηδεμονεύω …   Dictionary of Greek

  • ακαπέλωτος — η, ο [καπελώνω] αυτός που δεν φοράει καπέλο, ασκεπής, ξεσκούφωτος αυτός που αγοράζεται ή πουλιέται στην κανονική τιμή, χωρίς αθέμιτη επιβάρυνση, χωρίς καπέλωμα …   Dictionary of Greek

  • καπέλωμα — το [καπελώνω] 1. η κάλυψη με καπέλο 2. το χτύπημα στο κεφάλι κάποιου που φοράει καπέλο 3. η αποσιώπηση, η απόκρυψη 4. η επιβολή γνώμης 5. (στην πολιτική) η κηδεμόνευση («θέλει να καπελώσει όλες τις οργανώσεις») …   Dictionary of Greek

  • καπέλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. καπελώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”