- καπελώνω
- καπέλωσα, καπελώθηκα, καπελωμένος1. σκεπάζω το κεφάλι κάποιου με καπέλο.2. επιβαρύνω παράνομα την αξία ενός εμπορεύματος, μιας υπηρεσίας κτλ.3. εξαπατώ, επιβάλλω τις αντιλήψεις μου πάνω σε άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.